στυλιζάρισμα

στυλιζάρισμα
το стилизация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στυλιζάρισμα" в других словарях:

  • στυλιζάρισμα — και στιλιζάρισμα, το, Ν [στυλιζάρω / στιλιζάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στυλιζάρω, καλλιτεχνική ή λογοτεχνική επεξεργασία με ορισμένο στυλ, με ορισμένη τεχνοτροπία 2. (καλ. τεχν.) η αναγωγή μιας μορφής στα ουσιαστικά μόνον… …   Dictionary of Greek

  • στιλιζάρισμα — το, Ν βλ. στυλιζάρισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»